- μάκελλαν
- μάκελλαmattockfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… … Dictionary of Greek
δμωή — και δμῳή, η (Α) 1. αιχμάλωτη πολέμου 2. υπηρέτρια, δούλα 3) (για άψυχα) εργαλείο, όργανο («δμωὴν... μάκελλαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. θηλ. του δμως*] … Dictionary of Greek